πυοδερμία

πυοδερμία
και πυοδερμίτιδα, η, Ν
ιατρ. κάθε οξεία φλεγμονή τού δέρματος που συνοδεύεται από σχηματισμό πύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειες λ., πρβλ. αγγλ. pyodermia / pyodermite (< πύον + δέρμα + κατάλ. -ία / -ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταφυλοκοκκίαση — η, Ν ιατρ. νόσος που προκαλείται από σταφυλόκοκκο και μπορεί να είναι τοπική, όπως π.χ. η πυοδερμία και η οστεομυελίτιδα, ή γενική όπως π.χ. η σταφυλοκοκκική σηψαιμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”